- προεδρία
- η, ΝΜΑ, και προεδρεία ΝΜ, και ιων. τ. προεδρίη Ατο αξίωμα τού προέδρουνεοελλ.1. η χρονική περίοδος τής θητείας τού προέδρου («επὶ τής προεδρίας του τα πράγματα ήταν διαφορετικά»)2. φρ. α) «προεδρία τής δημοκρατίας»ί) το αξίωμα τού Προέδρου τής Δημοκρατίαςii) η γύρω από τον Πρόεδρο τής Δημοκρατίας δημόσια υπηρεσία και το προσωπικό που απασχολείται σ' αυτήνiii) το μέγαρο όπου εργάζεται ο Πρόεδρος τής Δημοκρατίας και όπου στεγάζονται οι σχετικές υπηρεσίεςβ) «υπουργείο προεδρίας κυβερνήσεως» — υπουργείο που ως κύρια αποστολή του έχει τον συντονισμό τών δημόσιων υπηρεσιών οι οποίες εξυπηρετούν τη διεκπεραίωση τού έργου τού προέδρου τής κυβέρνησηςμσν.-αρχ.το αξίωμα τού επισκόπουαρχ.1. το δικαίωμα ή το προνόμιο τού να κάθεται κανείς στην πρώτη σειρά εδρών θεάτρου ή βουλευτηρίου, το οποίο δινόταν με ψήφισμα σε εξέχοντες πολίτες ή σε ευεργέτες, εγχώριους ή ξένους, ή μερικές φορές ακόμη και στους απογόνους τους (α. «Δελφοὶ δὲ ἀντὶ τούτων ἔδοσαν Κροίσῳ... προμαντηΐην καὶ ἀτελείην καὶ προεδρίην», Ηρόδ.β. «ὁ μὲν μέτοικος ἢ ξένος εἰς προεδρίαν τῶν ἀγώνων καλείσθω βοηθῶν», Πλάτ.)2. η τιμητική διάκριση, τα πρωτεία («τὴν προεδρίαν ἀπονέμεσθαι τῇ τοῡ βασιλεύοντος γυναικί», Ηρωδιαν.)3. εξουσία, κυβέρνηση («οἱ βέλτιστοι τῶν πολιτῶν εἰσὶν ἐν προεδρίᾳ», Αριστοτ.)4. φροντίδα, επιμέλεια («τῶν πραγμάτων πολλῆς προεδρίας δεομένων», πάπ.)5. συνεκδ. η πρώτη έδρα, το πρώτο κάθισμα («εἰς τὴν προεδρίαν πᾱς ἀνὴρ ὠστίζεται», Αριστοφ.)6. (στην αρχ. Αθήνα) τα έδρανα τών πρυτάνεων στην εκκλησία τού δήμου («ἡ προεδρία τῶν πρυτάνεων», Δείν.)7. το σώμα τών προέδρων8. φρ. «προεδρίας τυγχάνω» — έχω, συγκεντρώνω τον σεβασμό τών άλλων.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προεδρία < πρόεδρος, ενώ ο τ. προεδρεία < προεδρεύω].
Dictionary of Greek. 2013.